- συνεσκιασμένως
- ΜΑεπίρρ.1. σκοτεινά, αινιγματικά («προφητεία ἦν... συνεσκιασμένως ἀπαγγεῑλαι ἔδει», Ιωάνν. Χρυσ.)2. όχι καθαρά, συγκεχυμένα («ἀσαφῶς καὶ ἀπαιδεύτως καὶ συνεσκιασμένως γράφεις», Αθανάσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσκιασμένος τού συσκιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.